«Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει…»

Έξι μήνες πέρασαν από τότε που έφυγε για πάντα από κοντά μας ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ο Μανώλης Τζίμας. Στα εξηντατρία του χρόνια τον άρπαξε ο θάνατος από τους ανθρώπους της οικογένειάς του, από τους φίλους του, από τη γειτονιά μας που αγάπησε κι όπου επέλεξε να ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.

Τον θυμάμαι, από τα παιδικά μου σχεδόν χρόνια, καλοφτιαγμένο, με βαριά περπατησιά, σοβαρό αλλά και φιλικό, ν’ ανεβοκατεβαίνει στα καλντερίμια της Παναγίας. Γνώριμο θέαμα ο Μανώλης στο στέκι του, στο «Τεμπελχανείο», να παίζει το μπουζούκι του και να τραγουδά τ’ αγαπημένα του ρεμπέτικα στους φίλους του, τις μαγικές στιγμές και ώρες που φίλοι του γινότανε όλοι οι θαμώνες της ταβέρνας, ακόμα κι αυτοί που εντελώς… εκτός προγράμματος, από απρόσμενη τύχη παρευρίσκονταν και συμμετείχαν σ’ αυτά τ’ αυθόρμητα γλέντια. Το πάθος του για το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι, η δεξιοτεχνία του μπουζουκιού του, το μεράκι της φωνής του ξεσήκωναν κάθε κρυμμένο πόνο και πόθο, διασκέδαζαν τις έγνοιες και τα προβλήματα, ψυχαγωγούσαν. Με την τέχνη του μεταμόρφωνε τη μίζερη όψη της καθημερινότητας, συνέπαιρνε, προβλημάτιζε, ταξίδευε ακόμα και τους περαστικούς της Θ. Πουλίδου.

Έξι μήνες πέρασαν κι άδειασε το «στασίδι» του στου Βαγγέλη την ταβέρνα. Άθελά μας ρίχνουμε ματιές στην άδεια γωνιά αναζητώντας ακόμα τη μορφή του άντρα με τη λευκή μακριά γενειάδα που ήταν ο …αυτουργός της ψυχικής ανάτασης όσων είχαν μοιραστεί τις πενιές του, όταν τα τέλια παίρνανε φωτιά, τότε που με το μαγικό όργανο τραγουδούσε τα πάθη και τους καημούς του κόσμου.

Η σιωπή του κραυγάζει κι η απουσία του έχει χαλάσει την αρτιότητα της εικόνας – ο Μανώλης, το μπουζούκι του, η γωνιά του- που ήταν για μας δεδομένη.

Δεν έτυχε να είμαι φίλη του. Εκτιμούσα βέβαια τον μουσικό Μανώλη και για μένα ήταν εγγύηση η παρουσία του στις ορχήστρες και στα γλέντια της μεταπολίτευσης. Κανείς δεν τραγουδούσε με τόσο πόνο, αλλά και λεβεντιά, τραγούδια του Θεοδωράκη. Κι όταν ερμήνευε τη «Δραπετσώνα» ένιωθε ο καθένας ότι ζούσε όλους τους καημούς αλλά και την παλικαριά του λαού αυτής της χώρας. Γινότανε η φωνή των φτωχών, των κατατρεγμένων, των ανυπόταχτων, των αγωνιστών…

ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
(Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)

Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός,
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός.
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά.
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά.

Το ‘δερνε αγέρας κι η βροχή,
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή.
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή!

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας,
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου και πάμε, αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί!

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά,
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά.
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός,
κάθε παράθυρό του κι ουρανός.

Μα όταν ερχόταν η βραδιά,
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά.
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά!

Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας,
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου και πάμε, αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί!

Με λύπη πληροφορήθηκα το θάνατό του, έχοντας την αίσθηση ότι ο τόπος μας έχει γίνει φτωχότερος, νιώθοντας τη σοβαρή απώλεια.

Ζητώντας να εξηγήσω το αίσθημα αυτό, αλλά και θέλοντας να μάθω περισσότερα για τον άνθρωπο που είχε τον τρόπο να γοητεύει και να δίνει αξία σε στιγμές, ουσία σε εικόνες καθημερινές με τη μουσική του αλλά και με το ήθος του, βρέθηκα φιλοξενούμενη στο σπίτι όπου έζησε τους τελευταίους μήνες της ζωής του.

Με υποδέχτηκε η σύντροφός του, η Νικολέτα, γλυκιά γυναίκα, φιλόξενη, έτοιμη να ξετυλίξει μπροστά μου το νήμα της κοινής ζωής της με τον άνθρωπο που μοιράστηκε μαζί της χαρές και λύπες. Η αγάπη τους γεννήθηκε στα μαθητικά τους χρόνια, όταν αυτή ήταν δεκαπέντε χρόνων κι εκείνος δεκάξι. Στα εικοσιτρία παντρεύτηκαν και απέκτησαν μια κόρη και δυο γιούς, παιδιά μπολιασμένα με το δημιουργικό μικρόβιο της μουσικής. Ο Μίλτος, ο ένας γιος συνθέτει μουσική και διδάσκει θεωρία στο Δημοτικό Ωδείο. Η Ελισάβετ τραγουδά όμορφα, όπως μας είπε η μητέρα της, κι ο Μιχάλης πέρασε κι αυτός μικρός από το Ωδείο. Τη μέρα της επίσκεψης συνάντησα το Μιχάλη, που με τον ευγενικό του τρόπο με έκανε να αισθανθώ αμέσως φίλη και καλοδεχούμενη στο σπίτι του.

Εκεί, λοιπόν, στο σπιτικό του Μανώλη, ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους, τριγυρισμένη από τα αγαπημένα του αντικείμενα, παλιά και καινούργια βιβλία, μουσικά όργανα, φωτογραφίες του με προσωπικότητες του μουσικού χώρου, μια προτομή του Λένιν στη βιβλιοθήκη, αλλά και εκπληκτικές παλιές εικόνες Αγίων φερμένες από χαμένες πατρίδες, κάτω από το πονεμένο βλέμμα του Εσταυρωμένου που υπάρχει ως κάδρο στον τοίχο, καθισμένη στο δικό του καναπέ με θέα στο λιμάνι της πόλης, άρχισα να κατανοώ το λόγο που κάποιοι άνθρωποι γεννιούνται, ζουν, φεύγουν με τρόπο…ιδιαίτερο.

Ο Μανώλης Τζίμας γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1946 στη Νιγρίτα Σερρών. Ήταν δύσκολα χρόνια κι ο αστυνομικός πατέρας του φυγάδευσε κυνηγημένους, μπήκε στην Εθνική Αντίσταση, και εξαιτίας αυτών των… «εγκλημάτων» αποτάχθηκε από το σώμα και εγκαταστάθηκε στην Καβάλα, στη γειτονιά «Λαζέικα». Ο Μανώλης ήταν μόνο δυο χρονών κι ήδη γνώριζε τη σκληρή πλευρά της ζωής. Από μικρός αγαπούσε τη μουσική, μάλιστα στα δεκαεπτά του χρόνια γράφτηκε στο Ωδείο. Η «απαγορευμένη» του αγάπη όμως ήταν το μπουζούκι και παρά την αντίδραση του πατέρα του, που πίστευε πως είναι «αλήτικο όργανο», παρακολουθούσε κρυφά μαθήματα. Ο νεαρός Μανώλης έδειξε από μικρός την παλικαριά να ακολουθεί την καρδιά του και τις δικές του αξίες, αυτό που είχε στην ελεύθερη ψυχή του. Το 1964, ενώ ανήκει ήδη στη νεολαία των Λαμπράκηδων, γνωρίζεται με τον Μ. Θεοδωράκη που εκτιμά το πάθος του σε συναυλία στο Αττικό και του υπόσχεται να τον πάρει στην ορχήστρα του.

Δυστυχώς τις εξελίξεις τις προλαβαίνει η ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και η εξορία του συνθέτη. Ωστόσο ο Τζίμας διατηρεί αλληλογραφία μαζί του. Όσο για τα απαγορευμένα από τη Χούντα τραγούδια του Θεοδωράκη, που θαύμαζε κι αγαπούσε, συνωμοτικά και κρυφά απολαμβάνει με φίλους που μαζεύονται στο σπίτι του. Ανάμεσα στους φίλους του λογαριάζει και τον πρώην βουλευτή και υπουργό Γιώργο Παναγιωτόπουλο. Φαίνεται πως ο Μανώλης μπορούσε να χαρίζει τη φιλία του με σεβασμό στη διαφορετικότητα των απόψεων και των φιλοσοφικών και πολιτικών θέσεων, αρκεί και οι άλλοι να σέβονταν την ελευθερία του και τις αξίες στις οποίες πίστευε. Από πολλά περιστατικά της ζωής του που μου αφηγήθηκε η πιστή σύντροφός του προκύπτει πως ήταν άνθρωπος αδογμάτιστος και αποφασισμένος να διαθέτει τον εαυτό του όπως αυτός πίστευε και δεν ήταν έτοιμος να κάνει καμιά έκπτωση σ’ αυτό.

Ασχολήθηκε με επιτυχία πάντα με το ποιοτικό τραγούδι. Στο ξεκίνημα του τραγουδούσε νέο κύμα Το ταλέντο του τού χάρισε καλές συνεργασίες με μεγάλα ονόματα όπως ο Κώστας Χατζής, η Μαρίζα Κωχ, η Νάντια Κωνσταντοπούλου. Του άνοιξε δρόμους στις μπουάτ της Αθήνας ακόμα και στο Σικάγο στην Αμερική, αλλά αρνήθηκε να φύγει από τον τόπο του. Φοβήθηκε ότι θάχανε τη ζωή του αν και το οικονομικό όφελος ήταν σεβαστό.

Στα χρήματα δεν έδινε μεγάλη αξία. Δε μετρούσαν γι’ αυτόν, δεν τα μάζευε όπως θα έκανε ένας…νοικοκύρης άνθρωπος. Πάντα χώριζε ένα γενναίο μέρος για το συνάδερφο που είχε ανάγκη. Όχι γιατί του περίσσευαν, αλλά γιατί πίστευε ότι κάποιος τα χρειαζότανε περισσότερο από αυτόν. «Δεν πειράζει αν αντί για ένα, φας μισό κιλό κρέας. Εσύ έχεις να φας, ο άλλος δεν έχει…» έλεγε στη Νικολέτα, για να προλάβει τις διαμαρτυρίες της και να εξασφαλίσει τη συναίνεσή της στην καθαρά χριστιανική στάση του.

Το χρήμα ποτέ δεν κυβέρνησε τη ζωή και τις αποφάσεις του. Δε δίστασε να αφήσει δίσκο με τον Μητσάκη στη μέση, πληρώνοντας μάλιστα και ρήτρα για το σπάσιμο του συμβολαίου, από την τσέπη του…Για να συνεργαστεί είχε την ανάγκη κάτι αληθινό να ξεσηκώσει την καρδιά του, κάτι δυνατό και πολύτιμο να γεννήσει την έμπνευση και την ανάγκη για μουσική έκφραση. Κι όπως λοιπόν δεν ξεπουλούσε την ψυχή του και την τέχνη του για χρήμα έτσι αδιαφορούσε και για την αναγνώριση. Αντίθετα ήταν πάντα πρόθυμος να ανταποκριθεί σε καλέσματα Ιδρυμάτων, Συλλόγων, του Στρατού, του Δήμου. Πάντα παρών και πάντα αφιλοκερδώς.

Η Νικολέτα με συγκίνηση μου ανέφερε πως ενώ ήταν έγκυος το 1969, παραβρέθηκε σε μουσική βραδιά, όταν ο Μανώλης έπαιξε για τους φυματικούς που νοσηλεύονταν τότε στο Σανατόριο. Κι οι δυο τους με μεγάλη καρδιά. Δεν ξέρω πολλούς που θα το αποφάσιζαν.

Φυσικά τον Μανώλη τον εκτιμούσαν οι συνάδελφοί του. Κοντά του μαθήτευσαν γνωστοί σήμερα στο κοινό της πόλης μουσικοί, όπως ο καθηγητής μουσικός Κυριάκος Μιμίδης κι ο εξαιρετικός Θόδωρος Βαλσαμίδης. Ο Τζίμας ήταν ένας από τους «δασκάλους» τους, παρότι ο ίδιος αυτοδίδακτος. Διετέλεσε ακόμα πρόεδρος στο Σωματείο Μουσικών και για αρκετά χρόνια γραμματέας. Κι όμως ο Μανώλης δε συνταξιοδοτήθηκε ποτέ ως μουσικός. Δεν καταδεχότανε να το διεκδικήσει. Έλεγε στη γυναίκα του: «Το τραγούδι δεν θέλει αφεντικό». Προτίμησε τη μικρή σύνταξη του οικοδόμου, που δεν πρόλαβε να χαρεί ούτε καν μπόρεσε να πιάσει στα χέρια του τα πρώτα χρήματα από αυτήν. Γνωρίζοντας το αντίτιμο του δρόμου που ο ίδιος επέλεξε, με σεβασμό πάντα στις κλίσεις των παιδιών του, τα απέτρεψε να ασχοληθούν επαγγελματικά με τη μουσική. Εκείνος όμως επένδυσε στη μουσική του, κι όχι για την αύξηση των καταθέσεών του, παρά με τρόπο που του έδινε χαρά για ζωή και ελευθερία.

Όταν στα χέρια μου έφτασε ένα άλμπουμ με αναγγελίες συναυλιών με συμμετοχές του Μανώλη και φωτογραφίες του από συνεργασίες του με γνωστούς καλλιτέχνες, στάθηκα για ώρα στις δυο φωτογραφίες του με τη Σωτηρία Μπέλλου. Τραγούδησαν μαζί στη Δράμα, χειμώνα του 1993. Αυθεντικοί λαϊκοί τραγουδιστές κι οι δυο. Σίγουρα θα είπαν και τη Νταλίκα που ο Τζίμας τραγουδούσε στο μπαρ του Σαλαβάτη.

Σωτηρία Μπέλλου: Η Νταλίκα (Δήμος Μούτσης – Κώστας Τριπολίτης, 1981)

Ζόρικος κρεμανταλάς ο καιρός που κουβαλάς,
η ζωή σου μια νταλίκα με μπαγάζια και με ΙΚΑ.
Τώρα απόχτησες καβούκι και αμάξι σπορ μοντέλο
τώρα σκάλωσες στο λούκι κι είσ’ αλλιώτικο καπέλο.

Η ζωή σου ντούμπλε-φας, μέσα κι έξω τη φοράς,
η καρδούλα σου γκαζιέρα δίχως γκάζι και αγέρα.
Μες στο κόλπο είσαι χωμένος και γλυτώνεις παρά τρίχα,
τώρα είσαι βολεμένος και σου κόψανε το βήχα.

Κι αν θυμάσαι τα παλιά, ψέματα και μπλα μπλα μπλα,
η μαγκιά σου ναφθαλίνη με κασμίρι και λουστρίνι.
Τώρα κάνεις μαύρη πλάκα κι όλο τρως απ’ την κουτάλα,
τώρα μάγκωσε η φάκα και σε κλείσανε στη γυάλα

Ξεφυλλίζω το άλμπουμ. Οι φωτογραφίες και τα υπόλοιπα τεκμήρια που έχω μπροστά μου μαρτυρούν τη συνεχή παρουσία του Μανώλη στις μουσικές εκδηλώσεις της πόλης μας. Όπως στη μεγάλη συναυλία «ελαφράς λαϊκής μουσικής Peaceful Cannons», 29-9-1974, μαζί με το Θόδωρο Βαλσαμίδη, τη Λίτσα Ασωνίτου και τον Τάκη Παναγιώτου, με τιμή εισιτηρίου 30 δραχμές και .. «όλες οι εισπράξεις υπέρ της Κύπρου»…Παρών ο Μανώλης και στην εκδήλωση της Στέγης (ΣΦΓΤ), τον Ιούνιο του 1981, για τον Γιάννη Ρίτσο, όπου σύμφωνα με το απόκομμα της εφημερίδας «η υψηλή μουσική του απόδοση συγκίνησε ιδιαίτερα και τον ποιητή». Δε μπορούσε, φυσικά, να λείπει από το 1ο πολιτιστικό δεκαήμερο ελεύθερης έκφρασης και δημιουργίας του ΤΕΙ Καβάλας, ούτε ν’ απουσιάζει από τις μουσικές εκδηλώσεις της Επιτροπής Ειρήνης Καβάλας.

Το καλύτερο εαυτό του έδωσε και για την οργάνωση της Έκθεσης καπνού στη Δημοτική Καπναποθήκη, το 1996. Σύμφωνα με τον τοπικό τύπο ήταν η ψυχή της Έκθεσης. Ήξερε καλά το θέμα «Καπνεργασία». Είχε δουλέψει και ως καπνεργάτης.

Προσπαθώ να αναφερθώ σε όλα αυτά που είδα ξεφυλλίζοντας τις τακτοποιημένες σελίδες με κίνδυνο να παραλείψω πολλά όπως όλες εκείνες τις ευχαριστήριες επιστολές από συλλόγους, σωματεία κλπ. ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης για την αφιλοκερδή προσφορά του καλλιτέχνη.

Δεν ξέρω αν αυτά όλα είναι αρκετή απόδειξη για την αξία και το ήθος αυτού του ανθρώπου. Δεν ξέρω αν τα επαινετικά λόγια των παλιών εφημερίδων ή τα τυπικά ευχαριστήρια των τιμητικών επιστολών πείθουν τον αναγνώστη για τη λεβεντιά του και την ξεχωριστή παρουσία του.

Αυτό που ξέρω είναι ότι την ψυχή και τη λεβεντιά του εγώ αλλιώς την ανακάλυψα. Εισερχόμενη στο χώρο του, ζώντας για λίγες ώρες με τους δικούς του ένιωσα τη δύναμη του ανθρώπου αυτού που έζησε αντίθετα στο κατεστημένο και σε κάθε επίσημη επιβεβλημένη γραμμή, έχοντας το σθένος να εναντιωθεί ακόμα και στην επίσημη γραμμή του κόμματος στο οποίο ήταν ενεργό μέλος.

«Έχει φάει ξύλο και κυνηγητό, από μικρός», λέει η Νικολέτα που δεν μπορεί να κρύψει την αγάπη της και την αφοσίωσή της όπως και τον πόνο της για τον σύντροφο που έχασε.

Ο Μανώλης δεν πίστεψε ούτε στην πρόσκαιρη δόξα, ούτε στο «παντοδύναμο» χρήμα, ούτε στη «σωτήρια» βοήθεια των γιατρών, που πάντα τους φοβόταν. Στην εκκλησία δεν πολυπήγαινε, ωστόσο ζούσε με σεμνότητα και χριστιανική αγάπη στον συνάνθρωπο, βοηθώντας όποιον η ζωή του έφερε στο δρόμο του. Αξιοσημείωτο το ότι είχε άριστη σχέση και με τον παπά της γειτονιάς, τον πατέρα Παναγιώτη.

Μπορεί να στερούσε την παρουσία του από το οικογενειακό γιορτινό τραπέζι για χάρη των ηλικιωμένων ή των μοναχικών, για τα «μπακούρια» της γειτονιάς. Όταν η Νικολέτα δυσανασχετούσε, γιατί δεν εμφανιζότανε κάποιες γιορτινές μέρες στο τραπέζι τους, εκείνος της έλεγε «Εσύ δεν είσαι μόνη, έχεις τα παιδιά σου, έχεις τους γονείς σου. Ενώ εκείνοι είναι «μπακούρια», μεγάλης ηλικίας, μόνοι, δεν έχουν κανέναν» . Πώς να γυρίσουνε σε ένα άδειο σπίτι, μια τέτοια μέρα; Έπαιζε λοιπόν για τα «μπακούρια», χαρίζοντας χαρά με το χάρισμά του αλλά και παρηγοριά. Την παραμυθία της αληθινής τέχνης.

Δεν αρνήθηκε ποτέ πρόσκληση φιλική από καρδιάς. Με τους ήχους του μπουζουκιού του και το τραγούδι του ξεπροβόδησε φίλους. «Μανούλα θα φύγω, μην κλάψεις για μένα» θυμάται η Νικολέτα πως τραγούδησε στην κηδεία ενός νέου που σκοτώθηκε, σύμφωνα με τη θέληση του πατέρα του. Ο ίδιος είχε εκφράσει την επιθυμία να του τραγουδήσουν τη «Δραπετσώνα». Και το άλλο αγαπημένο του τραγούδι, τη μελοποίηση του ποιήματος του Σεφέρη από το Δήμο Μούτση:

«Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει»…

Ο Μανώλης έζησε όπως επέλεξε, πέθανε και κηδεύτηκε όπως αυτός ήθελε. Η οικογένειά του σεβάστηκε την επιθυμία του για πολιτική κηδεία και προκάλεσε τους έχοντες …«χρηστά ήθη». Πως όμως να μη σεβαστείς την τελευταία επιθυμία ενός ανθρώπου που δίδαξε με τη ζωή του σεβασμό στον άνθρωπο και στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ;

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.

Ο Μανώλης Τζίμας υπήρξε ξεχωριστός. Η πραγματική ιδιορρυθμία του ήταν ότι διέφερε απ’ όλους εμάς τους συμβιβασμένους. Δεν ήταν αντί…κανενός πράγματος. Ήταν υπέρ του ανθρώπου, της αυτοδιάθεσής του και της ελευθερίας του. Δεν είχε δεσμούς παρά μόνο με τις αξίες του και γι’ αυτό σεβάστηκε την ελευθερία κάθε ανθρώπου που τον πλησίασε και πρώτα απ’ όλα της οικογένειάς του.

Κι αυτός ο σεβασμός στον άνθρωπο είναι η βαρύτερη και η πολυτιμότερη κληρονομιά που άφησε στη γυναίκα του, στα παιδιά του, στον τόπο του.

Πέθανε στις 12 Μαΐου του 2009.
«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω»…
Θα μας λείψεις και θα σε θυμόμαστε.

«Κι αν ο αγέρας φυσά, δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανηφόροι στα βουνά

μας βαραίνουν οι φίλοι
που δεν ξέρουν πια πως να πεθάνουν».

Λένα Παπέλη Σκαμνιώτη

Comments are closed.

Επόμενη εκδήλωση
Ο καιρός στην Καβάλα
+24
+29°
+21°
Καβάλα
Παρασκευή, 12